- λυπρός
- λυπρός, -ά, -όν (AM)1. (ιδίως για τη γη) άγονος, άφορος, άκαρπος2. ευτελής, πενιχρόςαρχ.1. φτωχός, ελεεινός, άθλιος2. (για φυτό) ισχνός, αδύνατος, μη θαλερός3. (για τροφή) αυτός που δεν έχει αρκετές θρεπτικές ουσίες, φτωχικός4. (για πρόσ.) αυτός που ενοχλεί, ενοχλητικός, δυσάρεστος («κρείσσων νομισθεὶς λυπρὸς ἐν πόλει φανεῑ», Ευρ.)5. (για καταστάσεις·) αυτός που προξενεί λύπη ή ενόχληση, λυπηρός, θλιβερός, πικρός («καὶ μὴν ἐγώ σοι πένθος ὡς φίλος φίλῳ λυπρὸν συνοίσω τῆσδε», Ευρ.).επίρρ...λυπρῶς (Α)με τρόπο που προξενεί λύπη, λυπηρά («ἐκεῑ δὲ λυπρῶς πράττων καὶ κακῶς διατρέφων τοὺς μισθοφόρους ὑπὸ Λεπτίνου... ἀνῃρέθη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + επίθημα -ρός, (πρβλ. λεπ-ρός, σαπ-ρός)].
Dictionary of Greek. 2013.